-
1 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
2 резерв
-а α.1. εφεδρεία•ввести в бой последние -ы ρίχνω στη μάχη τις τελευταίες εφεδρείες•
батальон отошл в резерв το τάγμα αποσύρθηκε σε εφεδρεία.
2. (συνήθως πλθ.)• -ы αποθέματα•государственные материальные и продовольственные -ы τα κρατικά αποθέματα σε υλικά και τρόφιμα.
3. (στρατ.) οι έφεδροι.4. (συνήθως πλθ.) -вы, -вов• τα ρείθρα (δεξιά και αριστερά της σιδηροδρ. οδού).εκφρ.трудовые -ы – εργατικές εφεδρείες (οι μαθητές των επαγγελματικών σχολών).